συμμεσιακάτορας
Смотреть что такое "συμμεσιακάτορας" в других словарях:
συμμεσιακάτορας — ο, Ν βλ. συμμισακάτορας … Dictionary of Greek
συμμισακάτορας — και συμμισάτορας και συμμεσιακάτορας, ο, Ν κολήγος, επίμορτος καλλιεργητής, μισακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός / μεσιακός /μισός] … Dictionary of Greek